συμπυκνώ

συμπυκνώ
-όω, ΜΑ
βλ. συμπυκνώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμπυκνώνω — συμπυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνῶ, ώνω] καθιστώ πυκνό κάτι με πίεση, εξάτμιση ή άλλη μέθοδο (α. «συμπυκνώνω υγρό» β. «συμπυκνῶσαι καὶ πιλῶσαι», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. καθιστώ το νόημα ενός κειμένου πιο περιεκτικό αποφεύγοντας ή καταργώντας τυχόν μακρολογίες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”